αγκαθένιος, -ια, -ιο

αγκαθένιος, -ια, -ιο
αυτός που είναι από αγκάθια: Στο Χριστό φόρεσαν αγκαθένιο στεφάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγκαθένιος — ια, ιο [αγκάθι] καμωμένος από αγκάθια …   Dictionary of Greek

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • αγκάθινος — η, ο [αγκάθι] ο καμωμένος από αγκάθια, αγκαθένιος …   Dictionary of Greek

  • ακάνθινος — η, ο αγκαθένιος: Φόρεσαν στο Χριστό ακάνθινο στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”